23/8/14

Το μεγάλο γεωπολιτικό και στρατιωτικό παιχνίδι μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας

Αλεξέι Αρμπάτοφ, διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας της Ακαδημίας Επιστημών
Το μεγάλο πολιτικό-στρατιωτικό παιχνίδι
Γελοιογραφία του Κωνσταντίν Μάλερ
Χοντρό γεωπολιτικό και στρατιωτικό παιχνίδι παίζεται, όχι μόνον στην Ουκρανία, αλλά και πίσω από σημαντικές αμερικανο-ρωσικές συμφωνίες για οπλικά συστήματα. Η Ρωσία επιβάλλεται να κινηθεί έξυπνα η Ρωσία σε αυτό τον τομέα, και να δώσει στρατηγικό προβάδισμα στην Ουάσιγκτον.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε ότι η Μόσχα είναι πιθανό να αποχωρήσει μονομερώς από διεθνείς συμφωνίες, όπως είχαν κάνει κάποτε οι Ηνωμένες Πολιτείες. «Οι ΗΠΑ -ανέφερε σε συνάντησή του με ρώσους βουλευτές- βγήκαν μονομερώς από τη Συνθήκη για τον περιορισμό των στρατηγικών επιθετικών όπλων, και τέρμα. Το έπραξαν, όπως υποστηρίζουν, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Θα κάνουμε κι εμείς το ίδιο όταν το θεωρήσουμε συμφέρον και απαραίτητο για τη διασφάλιση των συμφερόντων μας».

Προφανώς ο ρώσος πρόεδρος αναφερόταν στην έξοδο των ΗΠΑ το 2002 από τη Συνθήκη για τον περιορισμό των συστημάτων αντιβαλλιστικών πυραύλων, που είχε υπογραφεί το 1972. Η συγκεκριμένη κίνηση των ΗΠΑ ήταν ένα τεράστιο λάθος, το οποίο παραδέχονται σήμερα πολλοί στην Ουάσιγκτον. Πόσο μάλλον, αφού τα τα μεγαλεπήβολα σχέδια δημιουργίας αντιπυραυλικής ομπρέλας τελικά δεν ευοδώθηκαν. Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς, οι ΗΠΑ έπρεπε να αναπτύξουν 100 στρατηγικούς αντιβαλλιστικούς πυραύλους, αλλά τελικά θα έχουν έως το 2020 μόνο 40 χερσαίους πυραύλους αναχαίτισης. Όσον αφορά τα περιβόητα συστήματα Standart-3 στην Ευρώπη, στην Ασία, και σε πλοία, από τεχνικής απόψεως, οι δυνατότητές τους να καταρρίπτουν στρατηγικούς βαλλιστικούς πυραύλους είναι εξαιρετικά περιορισμένες, ειδικά δε, μετά την εγκατάλειψη, το 2013, της προηγμένης τροποποίησης, SM-Block 2B.
Ρωσικό λάθος
Κατά το πρακτική των ΗΠΑ, και παραθέτοντας τα δικά της -όχι απόλυτα πειστικά- επιχειρήματα, η Ρωσία έπαψε να τηρεί τη Συνθήκη για τον περιορισμό των συμβατικών ενόπλων δυνάμεων στην Ευρώπη (CFE), το 2007. Τι κέρδισε από αυτό; Μέχρι τώρα δεν έχει υπερβεί κανένα ανώτατο όριο της συμφωνίας. Το αντίθετο μάλιστα. Τα ποσοστά στα οποία κυμαίνεται είναι 30%-40%.
Αυτή η καθαρά πολιτική κίνηση οδήγησε στην απώλεια της δυνατότητας να ελέγχει αυστηρά, μέσω των ορίων που προέβλεπε η Συνθήκη, όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ, στο θέμα της ανάπτυξης και αναδιάταξης των στρατευμάτων και βαρέων όπλων στην Ευρώπη. Τώρα, στη Ρωσία απέμεινε μόνο να ελπίζει ότι στις χώρες της Βαλτικής, στην Πολωνία, στη Ρουμανία και στη Βουλγαρία δεν θα εμφανιστούν νέες στρατιωτικές δυνάμεις της Συμμαχίας με πρόφαση την ουκρανική κρίση, κάτι το οποίο μπορούν να πράξουν απόλυτα ελεύθερα, χωρίς τη Συνθήκη.
Ο Πούτιν, λοιπόν, μιλώντας για αντίστοιχη -με την αμερικανική- κίνηση της Μόσχας, πολύ πιθανώς να εννοούσε το ενδεχόμενο αποχώρησης της Ρωσίας από τη Συνθήκη για την καταστροφή των πυραύλων μέσου και μικρού βεληνεκούς (INF - 1987). Οι συζητήσεις πάνω στο θέμα αυτό είχαν ξεκινήσει από την προηγούμενη δεκαετία, και στη σημερινή πολιτική συγκυρία φούντωσαν ξανά.
Αμερικανική “παγίδα”
Στην ομιλία του στο Μόναχο, τον Φεβρουάριο του 2007, ο Πούτιν παρατήρησε ότι αρκετές χώρες φτιάχνουν ή αποκτούν πυραύλους μέσου βεληνεκούς, τη στιγμή που μόνο η Ρωσία και οι ΗΠΑ επιτρέπεται να έχουν συστήματα αυτής της κατηγορίας. Το ίδιο έτος, ο αρχηγός του ρωσικού ΓΕΣ εκείνη την εποχή, στρατηγός Γιούρι Μπαλουέβσκι, συνέδεε την ενδεχόμενη έξοδο της Ρωσίας από την INF, με τα σχέδια των ΗΠΑ να αναπτύξουν ως το 2012 εγκαταστάσεις αντιπυραυλικής άμυνας στην Πολωνία και την Τσεχία. Αν λάβουμε υπόψιν αυτή την ερμηνεία, οι πύραυλοι μέσου βεληνεκούς ήταν αναγκαίοι για τη Ρωσία, όχι ως παράγοντας αποτροπής απέναντι σε τρίτες χώρες, αλλά συγκεκριμένα ενάντια στο ΝΑΤΟ. Μετά εμφανίστηκε η κυβέρνηση Μπαράκ Ομπάμα, η οποία το 2009 ανέστειλε το πρόγραμμα των Ρεπουμπλικάνων προκατόχων της, αντικαθιστώντας το με ένα σταδιακό προσαρμόσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης της αντιπυραυλικής άμυνας. Το 2013, ο Ομπάμα ακύρωσε την τέταρτη φάση του προγράμματος, το οποίο προκαλούσε τις περισσότερες ανησυχίες στη Ρωσία.
Ωστόσο, στη Μόσχα αυτό δεν το θεώρησαν αρκετό. Η αντιμετώπιση της αμερικανικής αντιπυραυλικής άμυνας, προωθείται σήμερα ως ένα επιχείρημα υπέρ της δημιουργίας ρωσικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς και παραίτησης από την εν λόγω Συνθήκη. Κατά τους αναλυτές, κάτι τέτοιο δικαιολογείται από την ανάγκη αντιμετώπισης των αμερικανικών αεροπορικών και ναυτικών πυραύλων Cruise. Τέλος, στην έξοδο από τη Συνθήκη ως απαντητική κίνηση, ωθούν οι παραβιάσεις της INF από πλευράς ΗΠΑ, οι οποίες αναπτύσσουν πυραύλους ανάλογης κατηγορίας ως στόχους για τις δοκιμές των συστημάτων τους αντιβαλλιστικής άμυνας.
Κι' όλα αυτά, εν μέσω της αυξανόμενης έντασης γύρω από την Ουκρανία, την αγανάκτηση για τις κινήσεις των ΗΠΑ στην εξωτερική πολιτική τους, και τις διογκούμενες αντιαμερικανικές διαθέσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι φωνές υπέρ της εξόδου από την INF, έχουν κίνητρο περισσότερο την παρούσα πολιτική συγκυρία, παρά κάποια σοβαρή στρατηγική ανάλυση για το ουσιαστικό βάθος των στρατιωτικοπολιτικών συνεπειών για τη Ρωσία στη διεθνή σκηνή.
Απαιτείται σύνεση
Όσον αφορά τους χερσαίους πυραύλους μέσου βεληνεκούς άλλων χωρών, όπως Ισραήλ, Ιράν, Σαουδικής Αραβίας, Κίνας, Βόρειας Κορέας,  αυτές τους έχουν στρέψει η μια εναντίον της άλλης, ή κατά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, αλλά όχι εναντίον της Ρωσίας. Σε κάθε περίπτωση, οι πυρηνικές δυνάμεις της Ρωσίας όλων των κατηγοριών υπερέχουν 4-5 φορές σε αριθμό (δεν μιλάμε καν από ποιοτική άποψη) έναντι όλων μαζί των πυρηνικών όπλων των τρίτων χωρών. Τα μέσα αποτροπής που διαθέτει η Ρωσία απέναντι στις ΗΠΑ, είναι υπεραρκετά για την αντιμετώπιση των αναδυόμενων πυρηνικών δυνάμεων, είτε όλων μαζί, είτε ξεχωριστά. Επιπρόσθετοι πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς δεν είναι απαραίτητοι γι’ αυτό. 
Η έξοδος της Ρωσίας από τη Συνθήκη INF μπορεί να οδηγήσει στην επιδείνωση των σχέσεων με τους συμμάχους των ΗΠΑ στην Ευρώπη, αφού θα αποκτήσουν έναν σοβαρό λόγο ανησυχίας αναφορικά με τους ρωσικούς βαλλιστικούς και πυραύλους Cruise μέσου βεληνεκούς. Ένα τέτοιο βήμα μπορεί να οδηγήσει στη διεύρυνση του συστήματος της ευρωπαϊκής αντιβαλλιστικής άμυνας, μιας και αυτή θα αναπτύσσεται και θα βελτιώνεται συνεχώς, προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στη Μόσχα. Ας μην λησμονείται εξάλλου, ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ είναι ικανές να επιχειρήσουν, όχι μόνο με αμυντικά, αλλά και με επιθετικά συστήματα.
Ατού για την Ουάσιγκτον
Η έξοδος από τη Συνθήκη για τους πυραύλους μέσου και μικρού βεληνεκούς θα δώσει στη Ρωσία τη δυνατότητα να αναπτύξει πυραύλους μέσου βεληνεκούς, κατάλληλους για χρήση εναντίον τρίτων χωρών. Αυτοί όμως, δεν επηρεάζουν καθόλου τη στρατηγική ισορροπία με τις ΗΠΑ. Αλλωστε, η Ρωσία γι' αυτό διαθέτει διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους και όχι όπλα τα οποία αναφέρονται στη Συνθήκη του 1987, και φτάνουν μόνο μέχρι την περιοχή της Αλάσκας. Αντίθετα, η Ουάσιγκτον στην περίπτωση αυτή θα αποκτήσει τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων επιθετικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στο έδαφος των συμμάχων της στην Ευρώπη, μερικοί από τους οποίους θα χαιρετίσουν αναμφίβολα το βήμα αυτό των ΗΠΑ.
Παράλληλα, σε αντίθεση με τις αρχές της δεκαετίας του ΄80, οι πύραυλοι αυτοί -λόγω της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς- θα έχουν τη δυνατότητα σε συντομότατο χρόνο να πλήξουν ολόκληρο το έδαφος της Ρωσίας, από τα Ουράλια και πέρα, ενώ θα αποτελέσουν ένα σημαντικό και ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικό συμπλήρωμα στο στρατηγικό δυναμικό των ΗΠΑ. Θα προκύψει μια σημαντική στρατηγική ανισορροπία, για να μην αναφέρουμε καν το ξεκίνημα μιας εντελώς νέας πλέον -φαινομενικά «ξεχασμένης» μέχρι πρότινος- φάσης, στην αντιπαράθεση με τη Δύση.
Ο Αλεξέι Αρμπάτοφ είναι διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Ασφάλειας του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Οικονομίας και Διεθνών Σχέσεων της ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, ακαδημαϊκός της ΡΑΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.