17/10/08

Οι ενεργειακές σχέσεις Ευρώπης - Ρωσίας


Ουάσιγκτων, του Λάμπρου Παπαντωνίου, 9.10.08

Η Tatiana Mitrova, επικεφαλής του Κέντρου Μελετών, για τις Διεθνείς Ενεργειακές Αγορές, στη Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, σε άρθρο της, στην εφημερίδας, INTERNATIONAL HERALD TRIBUNE, με τίτλο «A vicious circle», αναφέρεται στην ανάγκη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας, για να μπορέσουν να υλοποιηθούν οι απαραίτητες επενδύσεις εξόρυξης και μεταφοράς του φυσικού αερίου.Όπως επισημαίνει η αρθρογράφος, τα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου υπολείπονται των αντίστοιχων πετρελαίου εξαιτίας ορισμένων σοβαρών αιτιών. Καθώς η αγορά φυσικού αερίου αναπτύσσεται, το θέμα της ασφάλειας στην παροχή φυσικού αερίου καθίσταται ολοένα και πιο σημαντικό, όχι μόνο λόγω τεχνολογικών παραγόντων, αλλά και θεσμικών. Όπως οι διαφορές στο κανονιστικό πλαίσιο των αγορών φυσικού αερίου των διαφόρων χωρών, τα αντικρουόμενα εθνικά συμφέροντα και τα προβλήματα στην υλοποίηση επενδύσεων σε διακρατικό επίπεδο.

Οι σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ρωσίας αποτελούν σαφή απεικόνιση του προβλήματος. Οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ευρώπης και Ρωσίας είχαν...ξεκινήσει, επί της σοβιετικής περιόδου, το 1960, και είχαν διεξαχθεί ικανοποιητικά, παρά τα πολιτικά προβλήματα που δημιούργησε ο ψυχρός πόλεμος. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το προυπάρχων πλαίσιο κατέστη ανενεργό, χωρίς να αντικατασταθεί από νέους θεσμούς ή μια ισορροπία συμφερόντων, δύσκολη να επιτευχθεί.Η διαδικασία δυσχεραίνεται από το φαύλο κύκλο που δημιούργησε η ανησυχία μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών με τη «διασφάλιση της ζήτησης» από τη μία πλευρά και τη «διασφάλιση της τροφοδότησης» από την άλλη.

Οι παραγωγοί, μη έχοντας διασφαλίσει τη μελλοντική ζήτηση για τα ενεργειακά τους προϊόντα αναβάλλουν τις επενδύσεις τους και αναζητούν νέες αγορές. Το γεγονός αυτό, από τη άλλη πλευρά αυξάνει την ανησυχία των καταναλωτών και οδηγεί στην αναζήτηση εναλλακτικής τροφοδότησης. Με αυτό τον τρόπο η διαφοροποίηση –μια από τις βασικές αρχές της ενεργειακής ασφάλειας- καταλήγει στην υπονόμευση των σχέσεων Ρωσίας-ΕΕ.Η Ευρώπη επιθυμεί την αύξηση των επενδύσεων της Ρωσίας και τη δραστική αύξηση της συμμετοχής των δυτικών εταιρειών στην παραγωγή ενέργειας. Η Ρωσία είναι εξοργισμένη από την επιλεκτική υποστήριξη της Ευρώπης προς ορισμένα σχέδια, με σημαντικότερα τον Nabucco και τους αγωγούς της Κασπίας, από την απαίτηση επικύρωσης, από τη Ρωσία, της ενεργειακής συνθήκης (Energy Chapter Treaty), από την προσπάθεια περιθωριοποίησης της Gazprom και το πλέον σημαντικό, από τις προσπάθειες της Ευρώπης να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της πηγές.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε τη διαφοροποίηση των πηγών φυσικού αερίου και την αύξηση της χρήσης υγροποιημένου φυσικού αερίου. Είναι προφανές ωστόσο ότι οι εναλλακτικές προς τη Ρωσία πηγές φυσικού αερίου, όπως το Ιράν, η κεντρική Ασία, η βόρεια Αφρική, η Νιγηρία κλπ, φέρουν υψηλό πολιτικό κίνδυνο, ενώ διαθέτουν ασταθή οικονομικά συστήματα. Επιπρόσθετα, η απόσταση των συγκεκριμένων χωρών από την Ευρώπη θα απαιτούσε την επένδυση τεράστιων κεφαλαίων σε νέες υποδομές. Παρ’ όλα αυτά οι συγκεκριμένες αντιλήψεις προκαλούν ανησυχία στη Ρωσία.Η συνακόλουθη απάντηση της Ρωσίας απαρτίζεται από την κατηγορική απόρριψη της ενεργειακής συμφωνίας, από την ιδέα των στρατηγικών αποθεμάτων, από τους περιορισμούς στη συμμετοχή ξένων στην παραγωγή και στο μονοπώλιο της Gazprom, στη μεταφορά και εξαγωγή, από την αυξανόμενη συνεργασία με άλλους παραγωγούς, από την Κεντρική Ασία έως το Ιράν και από την Αλγερία έως τη Βενεζουέλα και από διακηρύξεις για τη διαφοροποίηση των αγορών (ΒΑ Ασία, υγροποιημένο φυσικό αέριο). Όλα αυτά προκαλούν ανησυχία στους Ευρωπαίους καταναλωτές.

Κατά παράδοξο τρόπο, οι προσπάθειες των ρωσικών εταιρειών να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή αγορά, προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις. Οι επικριτές δεν κατανοούν ότι ένας παραγωγός που επενδύει τεράστιους πόρους στην απόκτηση ενεργειακών πηγών θα κάνει τα πάντα για να καταστεί ένας αξιόπιστος τροφοδότης. Εξάλλου, οι ενεργειακές πηγές αποτελούν την καλύτερη εγγύηση καλής συμπεριφοράς, καθώς καταστρατηγήσεις στις καταναλώτριες χώρες θα οδηγούσαν σε οδυνηρά πρόστιμα. Παρά την αμοιβαία καχυποψία, αξίζει να σημειωθεί ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να άρει τη συμβίωση που αναπτύχθηκε μεταξύ της Ευρώπης και της Ρωσίας. Η Ρωσία και η ΕΕ αλληλοσυμπληρώνονται στον τομέα της ενέργειας εξαιτίας της γεωγραφικής εγγύτητας, των υποδομών μεταφοράς και των παραδοσιακών δεσμών. Μόνο τον περασμένο χρόνο, πολλές ευρωπαϊκές χώρες προέβησαν στη σύναψη μακροχρόνιων συμφωνιών με την Gazprom.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι όταν μιλάμε για διαφοροποίηση, αναφερόμαστε μόνο στις επιπρόσθετες ποσότητες φυσικού αερίου. Οι βασικές ποσότητες φυσικού αερίου καθορίζονται από συμφωνίες διάρκειας 20 ή 25 χρόνων. Τα μακροχρόνια αυτά συμβόλαια διαδραματίζουν σταθεροποιητικό ρόλο και επιτρέπουν στους εταίρους την απομάκρυνση της αμοιβαίας δυσπιστίας. Ευρωπαίοι αναλυτές, για παράδειγμα, αμφισβητούν συχνά τη δυνατότητα της Ρωσίας να ανταποκριθεί στις αυξημένες ενεργειακές της ανάγκες. Καθίσταται ωστόσο αναγκαίος ο διαχωρισμός δύο πραγμάτων, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η Ρωσία δεν μπορεί ή ότι δεν έχει την πρόθεση να ανταποκριθεί στη ζήτηση της Ευρώπης. Ταυτόχρονα όμως η ΕΕ δεν είναι σαφής για τις ποσότητες που επιθυμεί να εισάγει. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω μιας μακροχρόνιας συμφωνίας. Η καταστρατήγηση της συμφωνίας θα επέφερε υψηλά πρόστιμα γεγονός που εξηγεί τη συμμόρφωση της Ρωσίας προς τις υποχρεώσεις της.

Ο χώρος της ενέργειας διαφοροποιείται από τις άλλες εμπορικές συναλλαγές, λόγω των μακροχρόνιων συμβολαίων. Η αμοιβαία εξάρτηση και ο κοινός κίνδυνος στην εμπορεία της ενέργειας είναι τόσο μεγάλος που δεν μπορεί να απειληθεί από κανέναν μηχανισμό της αγοράς. Η μελλοντική ανάπτυξη των οικονομιών της Ρωσίας και της Ευρώπης εξαρτάται από τη συγκεκριμένη διασύνδεση. Ο Robert Johnston και ο Clifford Kupchan, στελέχη του Eurasia Group ,ο τελευταίος διετέλεσε και αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ παρά την ευχερή ενεργειακή διασύνδεση Ευρώπης – Ρωσίας, τα δύο μέρη διαθέτουν εναλλακτικές δυνατότητες στην εξεύρεση ενέργειας για την πρώτη και στην πώληση ενέργειας για τη δεύτερη, μολονότι αυτές είναι περισσότερο επικίνδυνες και πολυδάπανες.

Η αναζήτηση εναλλακτικών δυνατοτήτων θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία λόγω πολιτικών προβλημάτων, όπως η κρίση στη Γεωργία ή ενδεχόμενη σκλήρυνση της στάσης της Ρωσίας έναντι της Ουκρανίας, αλλά και από την πίεση των ΗΠΑ προς τις ευρωπαΪκές χώρες, στην περίπτωση περαιτέρω επιδείνωσης των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων. Όπως επισημαίνεται,είναι προφανές ότι η Ευρώπη και η Ρωσία συνδέονται με τον ομφάλιο λώρο της ενέργειας. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ εξαρτώνται από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας, ενώ η Ρωσία εξαρτάται από τα τεράστια έσοδα που αποφέρουν οι εξαγωγές της στις ευρωπαΪκές αγορές.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ,ωστόσο, και οι δύο πλευρές είχαν περισσότερες εναλλακτικές δυνατότητες από αυτές που συχνά παρουσιάζονται και όπως χαρακτηριστικά έδειξε η κρίση στη Γεωργία, για λόγους γεωπολιτικής θα μπορούσαν να επανεξετάσουν τις δυνατότητες αυτές. Διάφοροι αναλυτές επισημαίνουν ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες για τις δύο πλευρές. Αυτό είναι αλήθεια για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Εάν όμως οι ευρω-ρωσικές σχέσεις αρχίσουν να φθίνουν και οι Ευρωπαίοι να αναπτύσσουν μεγαλύτερη πολιτική βούληση, τα δύο μέρη διαθέτουν εναλλακτικές δυνατότητες, μεσοπρόθεσμα, σε 5 έως 10 χρόνια, που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ενεργειακή τους εξάρτηση.

Η Ευρώπη θα μπορούσε να προβεί σε μια σειρά βημάτων, επιταχύνοντας προγράμματα που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Όσον αφορά στο φυσικό αέριο η ΕΕ ήδη έχει αυξήσει τις εισαγωγές της από τη Νορβηγία, μειώνοντας αντιστοίχως αυτές από τη Ρωσία. Το 2000 η Ρωσία κάλυπτε το 49% των εισαγωγών της ΕΕ, ενώ η Νορβηγία το 21%. Το 2006 η Ρωσία έπεσε στο 42%, ενώ το ποσοστό της Νορβηγίας ανήλθε στο 24%. Η Νορβηγία διαθέτει επιπλέον αποθέματα για να αυξήσει τη ροή προς την ΕΕ. Η Ευρώπη στρέφεται επίσης προς τη βόρεια Αφρική για φυσικό αέριο. Δύο αγωγοί, ένας από την Αλγερία και ο άλλος από τη Λιβύη τροφοδοτούν την Ευρώπη, ενώ εξετάζεται ένας ακόμη από την Αλγερία προς την Ιταλία. Η Λιβύη αποτελεί ωστόσο έναν αστάθμητο παράγοντα, καθώς δεν έχει διακριβωθεί η έκταση των αποθεμάτων της σε φυσικό αέριο.

Το υγροποιημένο φυσικό αέριο αποτελεί μια εναλλακτική, αλλά ακριβή, λύση για την Ευρώπη. Η Ευρώπη θα έπρεπε να κατασκευάσει έναν μεγάλο αριθμό εγκαταστάσεων εξαέρωσης υγροποιημένου φυσικού αερίου. Αποτελεί επίσης μία επικίνδυνη λύση καθώς οι χώρες, που παρέχουν υγροποιημένο φυσικό αέριο είναι πολιτικά ασταθής, όπως η Αίγυπτος, η Νιγηρία ή η Υεμένη. Η Ρωσία διαθέτει επίσης πολλές δυνατότητες στην διαφοροποίηση των εξαγωγών της. Μία υποσχόμενη στρατηγική διαφοροποίηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει το Πεκίνο, εάν η Ρωσία κατέληγε τελικώς στην εφαρμογή των πολυσυζητημένων σχεδίων της για την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου, που θα τη συνδέουν με την Κίνα. Η διοχέτευση φυσικού αερίου προς την Κίνα θα προέρχονταν από τον αποκλεισμό της Ευρώπης, χωρίς να προσφύγει αναγκαστικά στην αύξηση της εξόρυξης φυσικού αερίου.

Η προσφυγή στις εναλλακτικές δυνατότητες, μολονότι πιο ακριβή και πιο περίπλοκη, θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία, καθώς η Ρωσία θα πρέπει να πείσει την Ευρώπη ότι η Γεωργία ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση και ότι η Ουκρανία δεν αποτελεί τον επόμενο στόχο της. Η Μόσχα θα πρέπει επίσης να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες, δείχνοντας στην ΕΕ, με αυτόν τον τρόπο, ότι δεν απειλούνται τα ανατολικά μέλη της. Η Ρωσία θα πρέπει επίσης να σταματήσει να χρησιμοποιεί την ενέργεια ως πολιτικό εργαλείο. Θα μπορούσε πχ να μειώσει τη ροή πετρελαίου προς την Πολωνία, αντιδρώντας στην απόφασή της να επιτρέψει την ανάπτυξη της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας, στο έδαφός της. Μια τέτοια κίνηση θα έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου.

Η Ρωσία θεωρεί επίσης ότι η ενεργειακή ασφάλεια σημαίνει διασφάλιση της ζήτησης για την παραγωγή της, ζητώντας τη συμμετοχή της στα δίκτυα διανομής της Ευρώπης.Η στρατηγική αυτή εφαρμόσθηκε επιτυχώς με τη Γερμανία και την Ιταλία, καθώς για παράδειγμα η BASSF και η ENI απόχτησαν πρόσβαση στα ρωσικά κοιτάσματα, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή της Gazprom στα δίκτυα διανομής. Το μοντέλο αυτό ωστόσο δεν λειτούργησε με τη Βρετανία και με άλλες χώρες. Μετά την κρίση στη Γεωργία αναμένεται περιορισμός των επενδύσεων στη Ρωσία από τις ΗΠΑ και ίσως από την Ευρώπη, που θα μπορούσε να προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας και να απειλήσει την ενεργειακή της συνεργασία με την Ευρώπη. Τέλος, οι ΗΠΑ διαθέτουν μια αξιοσημείωτη επιρροή στην ΕΕ. Εάν οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις επιδεινωθούν και η Ουάσιγκτον πιέσει την Ευρώπη, θα υπάρξουν συνέπειες. Και εάν οι γεωπολιτικές σχέσεις επιδεινωθούν περισσότερο η ιερή σήμερα ενεργειακή συμμαχία ΕΕ-Ρωσίας θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.