30/6/08

Σύγκρουση δύο κόσμων στην Τουρκία


Το διακύβευμα της αντιπαράθεσης μεταξύ Ερντογάν και στρατηγών είναι ο θεσμικός έλεγχος του πολιτικού συστήματος

Του Σταυρου Λυγερου / lygeros@kathimerini.gr

Σε μάχη μέχρι τελικής πτώσεως εξελίσσεται η σύγκρουση ανάμεσα στο κυβερνών κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν και στο βαθύ κράτος. Η αντίθεση ξεκίνησε αμέσως μετά την εκλογική νίκη των νεοϊσλαμιστών το 2002. Από τότε στην Τουρκία διαμορφώθηκε ένα είδος δυαδικής εξουσίας. Οι στρατηγοί δεν επενέβησαν τότε, λόγω του εκρηκτικού κοινωνικού κλίματος που είχε προκαλέσει η οξύτατη οικονομική κρίση του 2001. Το κεμαλικό κατεστημένο ανέχθηκε τη νέα κυβέρνηση, ελπίζοντας ότι θα είναι μια παρένθεση.

Ο πόλεμος φθοράς και οι καθεστωτικές μεθοδεύσεις, αντί να φθείρουν, φούσκωσαν τα εκλογικά πανιά του πολιτικού Ισλάμ. Εδειξαν ότι το διακύβευμα της αντιπαράθεσης δεν είναι το κοσμικό κράτος, όπως ισχυρίζεται η στρατογραφειοκρατία. Είναι το εάν η Τουρκία θα παραμείνει εγκλωβισμένη στο πλαίσιο του μετακεμαλικού καθεστώτος ή, αντιθέτως, θα χειραφετηθεί από την κηδεμονία των στρατηγών.

Η Τουρκία κουβαλάει στο πολιτικό DNA της το γεγονός πως δημιουργήθηκε από αξιωματικούς. Ο Κεμάλ αντιστρατεύθηκε την οθωμανική παράδοση, αλλά ουσιαστικά ο ίδιος υποκατέστησε με άλλη μορφή τον σουλτάνο - χαλίφη. Μπορεί το κεμαλικό καθεστώς να διαλαλούσε τον κοσμικό χαρακτήρα του, αλλά ουσιαστικά ήταν όχι μόνον απολυταρχικό, αλλά και ιδιότυπα «θεοκρατικό». Ο ιδρυτής και ηγέτης έγινε ο «μεγάλος πατέρας».

Χωρίς επανάσταση

Η Τουρκία δεν βίωσε ποτέ μια δημοκρατική επανάσταση. Ο πολυκομματικός κοινοβουλευτισμός επεβλήθη μεταπολεμικά από το ίδιο το καθεστώς, προκειμένου να προσαρμοσθεί επιφανειακά στο δυτικό πρότυπο. Και βεβαίως, ο κοινοβουλευτισμός αυτός ήταν ελεγχόμενος από τη στρατογραφειοκρατία, τον κηδεμόνα και εγγυητή του κράτους.

Στην πραγματικότητα, ο Κεμαλισμός είναι κάτι περισσότερο από κρατική ιδεολογία. Εχει προσλάβει διαστάσεις «θεολογίας», γιατί αποτελεί τον συνεκτικό δεσμό που ενοποιεί τις κρατικές ελίτ. Με την ίδια ιδεολογία οι κρατικοί μηχανισμοί επιχειρούν να ενοποιήσουν τη φυλετικά πολύχρωμη τουρκική κοινωνία, στη βάση του δόγματος «ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος».

Αυτός είναι ο λόγος που τα πραξικοπήματα στην Τουρκία δεν μοιάζουν με τα πραξικοπήματα σε άλλες χώρες. Οι στρατηγοί δεν χρειάζεται να συνωμοτούν. Ο στρατός εκφράζεται και παρεμβαίνει ως ενιαίο σύνολο μέσα από την ιεραρχία του. Γι’ αυτό και προσδίδει στις επεμβάσεις του διορθωτικό χαρακτήρα. Οποτε έκρινε ότι τα κόμματα ξεπερνούσαν τα όρια, τα επανέφερε στην «τάξη» ή δρομολογούσε τη δημιουργία νέων. Αυτό συνέβη το 1960, το 1971 και το 1980.

Υπάρχει και το έμμεσο πραξικόπημα του 1997. Τότε, η στρατογραφειοκρατία ανέτρεψε την κυβέρνηση συνασπισμού υπό τον ισλαμιστή Ερμπακάν. Στη συνέχεια έθεσε εκτός νόμου το κόμμα του και καταδίκασε τον ίδιον. Το Κόμμα Αρετής, που διαδέχθηκε το Κόμμα Ευημερίας, ετέθη κι αυτό εκτός νόμου το 2001. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν είναι η μετεξέλιξη του Κόμματος Αρετής.

Λαϊκή αμφισβήτηση

Ενώ τα άλλα κόμματα αποτελούσαν περισσότερο ή λιγότερο εκφάνσεις του μετακεμαλικού καθεστώτος, το πολιτικό Ισλάμ άντλησε τη δυναμική του από τα φτωχά στρώματα και ενσωμάτωσε τη λαϊκή αμφισβήτηση προς την αυταρχική και διεφθαρμένη κυρίαρχη κεμαλική ελίτ. Από το 7,12% του 1987 εκτοξεύθηκε στο 22% του 1995 (είχε αναδειχθεί πρώτο κόμμα) και στο 35% του 2002. Τότε, η λαϊκή ψήφος είχε προσλάβει διαστάσεις πογκρόμ για την κατεστημένη πολιτική τάξη. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης με 35% είχε κερδίσει το 65% των εδρών, λόγω του εκλογικού νόμου που είχαν μαγειρέψει οι αντίπαλοί του.

Η κυβέρνηση Ερντογάν ανέπτυξε την οικονομία και υποστήριξε τις λαϊκές τάξεις. Ταυτοχρόνως, χρησιμοποίησε την ευρωπαϊκή προοπτική σαν εμβρυουλκό για να επιβάλει δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, που αποδυνάμωσαν κάπως το βαθύ κράτος. Με το σημαντικό έργο της, με τη μετριοπάθεια και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, έπεισε μεγάλα τμήματα των μεσοστρωμάτων και των επιχειρηματιών πως δεν απειλεί το κοσμικό κράτος. Αντιθέτως, ότι αποτελεί παράγοντα εκδημοκρατισμού, ανανέωσης και εξευρωπαϊσμού του.

Η απόπειρα της στρατογραφειοκρατίας το 2007 να εμποδίσει με αντισυνταγματικές τρικλοποδιές την εκλογή προέδρου Δημοκρατίας από το κυβερνών κόμμα έστειλε και τη φιλελεύθερη πτέρυγα της τουρκικής κοινωνίας στην πολιτική αγκαλιά του Ερντογάν, εκτοξεύοντας το ποσοστό του στις εκλογές του Ιουλίου 2007. Από εκείνη τη μάχη εξήλθε ενισχυμένος, αλλά δεν εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία για να περάσει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, που θα έκλειναν τον δρόμο σε δικαστικά πραξικοπήματα. Αντ’ αυτού εστίασε στο ζήτημα της ισλαμικής μαντίλας, που αποτελεί κόκκινο πανί όχι μόνο για το κεμαλικό κατεστημένο, αλλά και για μια σημαντική μερίδα της τουρκικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, ενώ είχε τη θεσμική δυνατότητα, ο Ερντογάν δεν έγινε μοχλός δημοκρατικής ανατροπής.

Οι Τούρκοι στρατηγοί

Γι’ αυτό και ο αρχιστρατηγός Οζκιόκ εμπόδισε το 2004 την εκδήλωση πραξικοπήματος. Και μόνο το γεγονός, όμως, ότι οι αρχηγοί των επιτελείων είχαν φθάσει στο σημείο να συζητούν την κάθοδο των τανκς είναι αποκαλυπτικό. Δεν πρόκειται για φήμες. Ολα αυτά αποκαλύφθηκαν με τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το ημερολόγιο του πρώην αρχηγού Ναυτικού Οζντέν Ορνέκ.

Οι Τούρκοι στρατηγοί δεν ήταν ποτέ τυχάρπαστοι πραξικοπηματίες. Θέλουν να διατηρήσουν την εικόνα του θεματοφύλακα και εγγυητή του κράτους. Το 2007, απείλησαν, αλλά δεν έκαναν πραξικόπημα. Δεν είχαν πειστικό πρόσχημα. Παρά τις τάσεις αυταρχισμού και τα κρούσματα διαφθοράς, που έχουν σκιάσει το προφίλ του Ερντογάν, η Τουρκία βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από το 2002, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση το πολιτικό Ισλάμ. Το μόνο που έχει απομείνει στους κεμαλιστές είναι να κατηγορούν την κυβέρνηση Ερντογάν ότι μεθοδεύει την υπονόμευση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Εξ ου και η υστερία για τη μαντίλα.

Το 2007 το κεμαλικό κατεστημένο ηττήθηκε, αλλά δεν εγκατέλειψε τον πόλεμο. Αντεπιτέθηκε τον περασμένο Μάρτιο. Με προσφυγή του, ο γενικός εισαγγελέας Αμπντουραχμάν Γιαλτσίνκαγια ζήτησε από το Συνταγματικό Δικαστήριο να απαγορεύσει αφ’ ενός τη λειτουργία του κυβερνώντος κόμματος κι αφ’ ετέρου την πολιτική δράση 71 στελεχών του. Μεταξύ αυτών, του προέδρου της Δημοκρατίας και του πρωθυπουργού! Ας σημειωθεί ότι πολύ πριν κατατεθεί η προσφυγή, ο απόστρατος στρατηγός Σιλαχτσίογλου είχε δημοσιεύσει άρθρο στην κεμαλική «Τζουμχουριέτ», με το οποίο ζητούσε την απαγόρευση του κυβερνώντος κόμματος για να σταματήσει η άλωση του κράτους από το πολιτικό Ισλάμ.

Για τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό είναι παρανοϊκή και μόνον η συζήτηση για απαγόρευση του κόμματος, που κέρδισε πριν από ένα χρόνο τις εκλογές με το σαρωτικό 47%. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για την Τουρκία. Ας σημειωθεί ότι το εν λόγω Συνταγματικό Δικαστήριο έχει εκδώσει 24 αποφάσεις για απαγόρευση λειτουργίας κόμματος!

Το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι oυσιαστικά ο βραχίονας του βαθέος κράτους για τον θεσμικό έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Το απέδειξε και πέρυσι, όταν έλαβε μια αυθαίρετη απόφαση μόνο και μόνο για να εμποδίσει την εκλογή του Γκιουλ στο ανώτατο αξίωμα. Το απέδειξε και στις αρχές Ιουνίου, όταν με απόφασή του και χωρίς να έχει αρμοδιότητα ανέτρεψε τη συνταγματική διάταξη, με την οποία είχε αρθεί η απαγόρευση της ισλαμικής μαντίλας στα πανεπιστήμια.

Η Ε.Ε. έχει προειδοποιήσει ότι, εάν αποφασισθεί η απαγόρευση, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ουσιαστικά θα ακυρωθεί. Για πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα είναι η χρυσή ευκαιρία να απαλλαγούν οριστικά από την ανεπιθύμητη τουρκική υποψηφιότητα. Μεγάλο θα είναι το πολιτικό κόστος και στο εσωτερικό. Από την άλλη πλευρά, η κεμαλική στρατογραφειοκρατία συνειδητοποιεί ότι εάν δεν δράσει εγκαίρως, θα χάσει οριστικά το παιχνίδι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.